τεκνόποινος

τεκνόποινος
τεκνόποινος
child-avenging
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τεκνόποινος — ον, Α αυτός που τιμωρεί τα παιδιά του («μῆνις τεκνόποινος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + ποινος (< ποινή), πρβλ. γυναικό ποινος] …   Dictionary of Greek

  • γυναικόποινος — γυναικόποινος, ον (Α) αυτός που παίρνει εκδίκηση για γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + ποινος < ποινή (πρβλ. τεκνόποινος, υστερόποινος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”